-
1 στρώματα
στρώ̱ματα, στρῶμαanything spread: neut nom /voc /acc pl -
2 implicit strata
French\ \ strates implicitesGerman\ \ implizite SchichtenDutch\ \ implicit strataItalian\ \ strati impliciti; strati compresi; strati sottointesiSpanish\ \ estratos implícitosCatalan\ \ estrats implícitsPortuguese\ \ estrato inplícitoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ υπονοούμενα στρώματαFinnish\ \ implisiittinen ositeHungarian\ \ implicit rétegekTurkish\ \ örtülü tabakaEstonian\ \ kujutletavad valikukihid (süstemaatilise valiku korral)Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ warstwy ukryteRussian\ \ неявный слойUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ óbeina jarðlögumEuskara\ \ inplizitu estratuakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طبقات ضمنيةAfrikaans\ \ implisiete strataChinese\ \ 隐 层Korean\ \ 내재층 -
3 διατινάσσω
A shake asunder, shake to pieces,ἐπὴν σχεδίην.. διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363
; : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, ib. 587 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατινάσσω
-
4 θαλάσσιος
θᾰλάσσ-ιος, later [dialect] Att. [suff] θᾰλάσς-ττιος, α, ον, also ος, ον E.IT 236: ([etym.] θάλασσα):—A of, in, on, or from the sea,οὔ σφι θ. ἔργα μεμήγει Il.2.614
;κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θ. ἔργα μέμηλεν Od.5.67
;θ. βίος Archil.51
;χέλυς Alc.51
; θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων, Pi.N.3.59, E.Med.28;Χάριτες Lyr.Adesp.85.11
; ὁ θ. [Ποσειδῶν] Ar.Pl. 396; of animals, opp. χερσαῖα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd. 298d, Arist.HA 487a26; πεζοί τε καὶ θ. landsmen and seamen, A.Pers. 558 (lyr.); θ. ἐκρῖψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT 1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοῖον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).II θαλάσσιαι, αἱ, name of certain priestesses at Cyzicus, CIG3657.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλάσσιος
-
5 κατατίθημι
κατατίθημι, [tense] fut. - θήσω: Hom. freq. uses the [dialect] Ep. [tense] aor. forms, [voice] Act. κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, inf. κατθέμεν ([dialect] Dor. κατθέμειν prob. in Epich.71, [dialect] Aeol.Aκά (θ) θηκε Schwyzer647a
(Naucratis, vi B.C.)), [voice] Med. κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι (sg.κάτθετο A.R.3.867
); also καταθείομεν, [tense] aor. subj. for καταθῶμεν, Od.21.264; καταθείομαι, [tense] aor. subj. [voice] Med. for καταθῶμαι, Il.22.111, Od.19.17:—place, put, lay down, folld. by various Preps.,κ. ἄρνας ἐπὶ χθονός Il.3.293
;κόρυθ' ἐπὶ χθονί 6.473
; κ. τινὰ ἐν Λυκίης δήμῳ or εἰς Ἰθάκην, set him down in.., 16.683, Od.16.230;τινὰ ἐν λεχέεσσι Il.18.233
;τεύχε' ἐς θάλαμον Od.24.166
;ἐς μέγαρον ἐπὶ θρόνου 20.96
;κλισίην τινὶ παρὰ πυρί 19.55
;τι ὑπὸ ζυγά 13.20
; τι ἐκ καπνοῦ take down out of the smoke, 16.288, 19.7.2 put down, offer as a prize,ἄπυρον κατέθηκε λέβητα Il.23.267
, cf. 885 (tm.);κ. ἄεθλα Od.24.91
; but κ. ἄεθλον ordain a contest, 19.572; εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα κ. set up as a public notice, Pl.Lg. 946d; so also κ. τι ἐς μέσον put it down in the midst, i.e. for common use, E.Cyc. 547, cf. Ar.Ec. 602; οὐσίαν, χρήματα κ., ib. 855, 871;τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον X.Cyr.2.1.14
; but ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα communicate power to them, give them a common share of it, Hdt. 3.80;ἐς μέσον Κῴοισι κ. τὴν ἀρχήν Id.7.164
;τὸ αὑτῶν ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Pl.R. 369e
; κ. εἰς τὸ μέσον or εἰς τὸ κοινόν, propose for common discussion, Id.Phlb. 14b, Cra. 384c.3 put down as payment, pay down, Hdt.9.120, Ar.Ra. 176, Nu. 246, Th.1.27, Pl.Prt. 314b, Lg. 921d, etc.; ;μετοίκιον Lys.31.9
;τὸ ὄφλημα D. 21.99
, cf. 151;τὰς συμβολάς Antiph.26.8
; put down as paid (in accounts), X. Oec.9.8; τί.. τουτοινὶ καταθῶ σοι .. ; what shall I pay you for these? Ar. Pax 1214: generally, pay, perform what one has promised,νικῶντί γε χάριν κ. Pi.N.7.76
; ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; S. OC 227 (anap.):—alsoin [voice] Med., v.infr.11.7.4 deposit, παρακαταθήκην ὲς .. Hdt.5.92.ή; ἐνέχυρα IG5(2).344.18
(Orchom.Arc., iii B.C.):— in this sense usu. in [voice] Med., cf. 11.4.b mortgage, Leg.Gort.6.19, Test.Epict.2.13, etc.7 κ. ὁδόν lay down, make a road, Pi.P.5.90.8 dish up, serve, Epich.71.9 in late form κατατίθω, consign,ἀγγέλοις καταχθονίοις Tab.Defix.Aud. 75.1
.II [voice] Med., lay down from oneself, put off, lay aside, esp. of arms,τεύχεα.., τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ Il.3.114
, cf. Od.22.141 (hence, comically, );χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς Od.17.86
; ζώναν καταθηκαμένα, of a maiden, Pi.O.6.39; θοἰμάτιον, etc., Ar.Pl. 926, etc.; τὴν χλαμύδα (of the ἔφηβος) prob. in Philem.34; τὴν μοναρχίαν lay down, Plu.Fab.9.2 metaph., put an end to, settle,τὸν πόλεμον Th.1.121
, Lys.33.6, D.19.264:—[voice] Pass., ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης being arranged on tolerable terms, Th.4.20.b put aside, leave out of the question,τοὺς ποιητάς Pl.Prt. 348a
, cf. Ti. 59c, Democr.3; κ. ἐν ἀμελείᾳ treat negligently, X.Mem.1.4.15.3 lay down in a place; of the dead, bury, Od.24.190;κ. πηδάλιον ὑπὲρ καπνοῦ Hes.Op.45
;τὰς μαχαίρας ἐνθαδί Ar.Eq. 489
; [ τὰ στρώματα] Id.Ra. 166; ὤμοισι κατ' ἄμβροτα θήκατο τεύχη on one's shoulders, Q.S.12.303; put on shore, disembark, Luc.Alex.57; ποῖ δὴ ἡμᾶς ὁ ἀνὴρ -θήσεται; Plu.Caes.37: metaph., πολλὰ αἱ μακραὶ ἁμέραι κατέθεντο λύπας ἐγγυτέρω have brought them nearer.., S.OC 1216 (lyr.).4 deposit for oneself, lay by, lay up in store (v.supr.1.4), [γαστέρας] ἐπὶ δόρπῳ for supper, Od.18.45;ἔντεα ἐς θάλαμον 19.17
;ὅπλα εἰς τὰς ἄκρας X.Cyr.7.5.34
; ; σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ ib. 361;καρποὺς ἐς φορβήν Hdt.1.202
;παραθήκην Id.6.73
;χρήματα Antipho Soph.54
;θησαυρὸν παισί Thgn.409
;θησαυροὺς ἐν οἴκῳ X. Cyr.8.2.15
;μυρίους δαρεικοὺς εἰς τὸ ἴδιον ἐμοί Id.An.1.3.3
; [ σῖτον] hoarditup in hope of high prices, Lys.22.9.b metaph., κλέος lay up store of glory, Hdt.7.220, 9.78, Pl.Smp. 208c;ἀΐδιον δόξαν κ. Th. 4.87
;κ. ἀποστροφήν τινι X. An.7.6.34
: freq. χάριτα or χάριν κατατίθεσθαι τινι or πρός τινα, lay up a store of gratitude or favour, Hdt.6.41, 7.178, Antipho 5.61, Th.1.33, D.59.21, etc.;εὐεργεσίαν κ. ἐς βασιλέα Th.1.128
(so in [voice] Pass., , cf. 1.4.3); also ; ; but κ. ὀργὴν εἴς τινας vent one's fury upon.., X. Cyn.10.8.5 deposit in a place of safety, ;τὴν λείαν ἐς τοὺς Βιθυνούς X.HG1.3.2
;κ. εἰς τὸ οἴκημα D.56.4
; ;διαθήκην παρά τινι Is.6.27
;φιλίαν παρὰ θεούς X.An.2.5.8
; [Διόνυσον] ἐν Δρακάνῳ Theoc.26.34
:—[voice] Pass., of prisoners, ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ κατατεθῶσιν Lex ap.D.24.63, cf. D.C.58.1.6 lay up in memory or as a memorial, χρὴ.. γνώμην ταύτην ( ταύτῃ Bgk.)καταθέσθαι Thgn.717
;μνημεῖον παρά τινι Pl.Tht. 209c
; κ. εἰς μνήμην record, register, Id.Lg. 858d;κ. τι ἐς βιβλίον D.61.2
;γνώμην -θέσθαι εἰς μέσον D.H.Rh.9.4
.b employ, spend, τὴν ἀκμὴν.. πρὸς τί κατατιθέμενος on what he is employing the prime of life, Apollod. Com.13.4;τὸν βίον εἴς τι Phld.Rh.1.244
S.; κ. τὴν σχολὴν εἰς καλόν τι employ one's leisure in.., Plu.2.135d;τὴν τοῦ λέγειν δύναμιν εἰς τὴν τῶν ἀδικουμένων βοήθειαν D.S.9.13
; σπουδὴν-τιθέμενοι Polystr.p.19 W.8 impose,ὄνομα Parm.19.3
, cf. 8.39; but μορφὰς κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν recorded their decision, decided to name, ib.53.9 in Law, depose, aver,ἐν ὑπομνήμασι PLips.35.16
(iv A.D.), cf. Cod.Just.1.5.16.1, etc.b = συγκατατίθεμαι, Eust. 1261.19.c make a testamentary disposition,κ. διαθηκιμαίαν βούλησιν PMasp.151.43
, al. (vi A.D.).—Freq. in Hom. and familiar [dialect] Att.; rare in Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατίθημι
-
6 μέτειμι
A sum), to be among, c. dat. pl.,ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91
;ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388
;οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109
;εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15
: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386.II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu. 575;κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT 630
, cf. Ant. 1072, Ar.Av. 1666, 1668;πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1292a3
: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg. 900e, etc.2 sts. the share is added in nom.,ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107
, cf. E.IT 1299, Pl.Prm. 163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v.ἴσος 11.2
), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47;ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap. 19c
.3 with inf. as subj.,πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116
; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν .. ; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R. 490b, cf. 606b.------------------------------------A ibo), [dialect] Att. [tense] fut. of μετέρχομαι (q. v.); [dialect] Dor. inf.μετίμεν Foed.Delph.Pell.2
A 25: [tense] impf. μετῄειν: [dialect] Ep. [tense] aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):— go between or among, ; .II go after or behind, follow, abs.,ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341
;Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298
;τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8
, etc.2 c. acc., follow,ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d
.b go to seek or fetch, go in quest of,μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28
; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19;εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ,.. μέτει πάλιν S.El. 430
;μετῇσαν στρώματα Ar. Eq. 605
, cf. Ach. 728; μ. τινὰ.. ἐκ .. Id. Pax 274;τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25
: metaph., search after, pursue, , Arist.Sens. 436a21;ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN 1098b4
;μ. περί τινος Id.Rh.Al. 1432b3
, al.; ;μ. τὸν λόγον Pl.Men. 74d
, Sph. 252b: abs., pursue a question,οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo. 91b24
, cf. Pl.Smp. 210a, etc.c Trag., pursue with vengeance,εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch. 273
, cf.Ag. 1666 (troch.), S.El. 478 (lyr.); also in Th.,τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62
; μ. δίκας τινά ( δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu. 231; ; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib. 517.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτειμι
-
7 μόδα
μόδα· στρώματα, Hsch. -
8 νέξας
νέξας· τὰ στρώματα, Hsch. -
9 περίστρωμα
A covering of a bed, PCair.Zen.60.9 (iii B. C.), D.S.13.84, Lyconap.D.L.5.73 ; counterpane, opp. στρώματα, Ath.2.48c (pl.).2 in pl., carpets and hangings of rooms, Philist.28, Callix.2, Simyl.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίστρωμα
-
10 στόρνυμι
A ; part. στορνύντες, στορνύντα, Hdt.7.54, S.Tr. 902; compd. καστορνῦσα ( = καταστ-) Od.17.32; also [full] στορνύω (v.l. στρωννύω), A.D.Synt. 295.4; [full] στρώννῡμι, A.Ag. 909, Com.Adesp. 1211 (written with one ν in SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), but with two, ib.9); also [full] στρωννύω, Aristid.1.216J., ([etym.] ὑπο-) Ath.2.48d: [tense] impf.ἐστρώννυον Ev.Matt.21.8
: later [full] στορεννύω, [full] στορέννυμι, Eust.748.31,32; [tense] pres. part. στορεννύς (v.l. στρωννύς) Sch.Ar.Ach. 877: [tense] fut. στορῶ ([etym.] παρα-) Ar.Eq. 481, ([etym.] ὑπο-) Eub.90.1; also , ([etym.] ὑπο-) E.Hel.59, Amphis 46; and στρωννύσω ([etym.] ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr. 24; [dialect] Dor. inf.στορεσεῖν Theoc.6.33
: [tense] aor. ἐστόρεσα, [dialect] Ep. and Lyr. στόρεσα, Il.9.621, 660, al., B.12.129, A.Pr. 192 (anap.), Hdt.8.99; alsoἔστρωσα Id.6.139
, A.Ag. 921: [tense] pf. : [tense] plpf.ἐστρώκειν Hld.4.16
, ([etym.] ὑπ-) Babr.34.2:—[voice] Med., στόρνῠμαι ([etym.] ὑπο-) X. Cyr.8.8.16: [tense] impf.ἐστόρνυντο Theoc.22.33
, Call.Aet.3.1.16: [tense] fut. : [tense] aor. ἐστορεσάμην, [dialect] Ep. στ-, Theoc.13.33, A.R.1.375, ([etym.] ὑπ-) Ar.Ec. 1030; alsoἐστρωσάμην Theoc.21.7
:—[voice] Pass., στρώννῠμαι (v.l. στορέννυμαι) Sch. Theoc.7.57d; ὑποστορένυσθαι is f.l. in Thphr.Char.22.5: [tense] aor.ἐστορέσθην Plu.2.787e
, D.C.67.14, ([etym.] κατ-) Hp.VM19;ἐστορήθην Hsch.
; ἐστρώθην ([etym.] κατ-) D.S.14.114: [tense] pf. ἐστόρεσμαι ([etym.] ὑπ-) Philostr.VA6.10; , E.Med. 380, Th.2.34, etc.: [tense] plpf.ἐστόρεστο D.C.74.13
, Him.Ecl.13.2; alsoἔστρωτο Il.10.155
, Hdt.7.193:— spread the clothes over a bed, λέχος στορέσαι spread or make up a bed, Il.9.621, 660; so δέμνια, ῥῆγος σ., Od.4.301, 13.73; ;κλίνην στρώσαντες Hdt.6.139
; ;λέκτρα σοι ἀντὶ γάμων ἐπιτύμβια AP7.604
(Paul. Sil.) (also in [voice] Med.,ἐστόρνυντο τὰ κλισμία Call.
l.c.): abs., make a bed,χαμάδις στορέσας Od.19.599
;στρῶσον ἡμῖν ἔνδον Macho
ap. Ath.13.581b, cf. Act.Ap.9.34.b generally, spread, strew, ἀνθρακιὴν ς. Il.9.213;φιτροὺς σ. καθύπερθεν ἐλαίης A.R.1.405
; [στιβάδας] εἰς ὁδόν Ev.Marc. 11.8
: also in [voice] Med., freq. in Theoc., as 13.33, al.2 spread smooth, level, πόντον ς. Od.3.158, cf. h.Hom.33.15, Theoc.7.57, etc.;τὸ κῦμα ἔστρωτο Hdt.7.193
;στόρεσεν πόντον οὐρία B.12.129
;αἰθὴρ νήνεμος ἐστόρεσεν δίνας A.R.1.1155
; χρηστὴν ἡμῖν ἡ θάλαττα τὴν γαλήνην ἐστ. Alciphr.1.1; metaph., calm, soothe,ἀτέραμνον στορέσας ὀργήν A. Pr. 192
(anap.); [φθόνου] στορεσθέντος Plu.2.787e
.b level, lay low,πλάτανον δαπέδοις AP9.247
(Phil.): metaph.,Μήδων δύναμιν Simon.90
;λῆμα μὲν οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν E.Heracl. 702
(anap.); .3 ὁδὸν ς. pave a road, IGRom.4.1431.5, al. ([place name] Smyrna), dub. in IG12(5).229.7 ([place name] Paros):—[voice] Pass.,ἐστρωμένη ὁδός Hdt.2.138
; ἔδαφος λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρ. Luc.Am.12, cf. D.C.67.14.II strew or spread with a thing,μυρσίνῃσι τὴν ὁδόν Hdt.7.54
, cf. 8.99;πέδον πετάσμασιν A.Ag. 909
, cf. 921; saddle a horse, provide a mount, τινι POxy.138.22 (vii A.D.):—[voice] Pass., Pl.R. 372b; of a room, to be furnished with στρώματα, Ev.Marc.14.15; πλοῖον.. ἐστρωμένον καὶ σεσανιδωμένον dub. sens. in PLond.3.1164 (h) 7 (iii A.D.). (Cf. Skt. stṛṇómi, stṛṇā´mi 'strew', Lat. sterno, Engl. strew.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόρνυμι
-
11 στρωματίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωματίτης
-
12 στρωματόδεσμον
στρωμᾰτό-δεσμον, τό,A a leathern or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes ([etym.] στρώματα), Ar.Fr. 253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99;σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht. 175e
; : also [suff] στρωμᾰτό-δεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωματόδεσμον
-
13 στρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωτός
-
14 τεσσαρακονταμναῖος
τεσσᾰρᾰκοντα-μναῖος, ον,A amounting to forty minae in value, (Delph., τεττ-); in weight, στρώματα (mattresses) PMich.Zen.13.2 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταμναῖος
-
15 ἀπαγορεύω
ἀπαγορεύ-ω, mostly in [tense] pres. and [tense] impf. only ( ἀπερῶ being used as [tense] fut. by correct writers, ἀπεῖπον as [tense] aor., ἀπείρηκα as [tense] pf., and ἀπορρηθήσομαι, ἀπερρήθην, ἀπείρημαι as [voice] Pass. [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf.): [tense] aor.Aἀπηγόρευσα Pl.Tht. 200d
(v.l.), D.40.44, 55.4, freq. in later writers: [tense] pf.ἀπηγόρευκα Arist.Phgn. 808a11
, Plu.2.1096f, etc.; Arist. (v. infr.) has [tense] pf. [voice] Pass. ἀπηγορευμένος:—forbid,μὴ ποιεῖν τι Hdt.1.183
, 3.51, Ar.Ach. 169, etc.;ἀ. τινὶ μὴ ποιεῖν Hdt.4.125
, Pl.Prt. 334c, al.;ἀ. μηδένα βάλλειν X.Cyr.1.4.14
;τινὶ ποιεῖν τι D.S.20.18
;ἔμοιγε ἀπηγόρευες ὅπως μὴ.. ἀποκρινοίμην Pl.R. 339a
;τοῦ νόμου ἀπαγορεύοντος ἐάν τις.. Lys.9.6
;ἀ. τι Id.10.6
;περὶ ὧν ὁ νόμος ἀ. μὴ κινῶσιν Arist.Pol. 1298a38
; τὰ ἀπηγορευμένα things forbidden, ib. 1336b9, cf. S.E.P.1.152.II intr., bid farewell to, c. dat., ἀ. τῷ πολέμῳ give up, renounce war, Pl. Mx. 245b: c. acc., τὴν ἀγκιστρείαν Aristanet.1.17; lose,στρώματα εἰς τὴν βαφήν Eun.VSp.487
B.: c. part., give up doing,οὔτε λέγων οὔτε ἀκούων ἀ. X.Cyn.1.16
: also, grow weary of,ἀ. θεώμενος Id.Eq. 11.9
: abs., give up, flag, fail, Pl.R. 368c, 568d, Tht. 200d (answering to ἀπεροῦμεν above); ἀ. γήρᾳ by old age, X.Eq.Mag.1.2; ἀ. ὑπὸ πόνων to be exhausted by.., Id.An.5.8.3;ταχὺ ἀ. οἱ ἵπποι Arist.IA 712a32
;ἀ. πρὸς στρατείαν Plu.Cor.13
;πρὸς κρύος Luc.Anach.24
, cf. Eun.Hist. p.272 D.: also of things, worn out and useless,X.
Cyr.6.2.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγορεύω
-
16 ἐγκοίτιος
ἐγκοίτ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκοίτιος
-
17 ἡδύοσμος
ἡδύ-οσμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδύοσμος
-
18 ὑποσπάω
A draw away from under,στρώματα D.24.197
;τὰ σκολύθριά τινων ὑ. Pl.Euthd. 278b
; ; ὑ. τινὰ ἐκ τῶν ποδῶν, i. e. trip him up, Luc.Asin.44, cf. Plu.2.535f.2 draw off,τὴν ὑποστάθμην Protagorid.4
;τὸ πῦρ Dsc.1.30
; ὑ. τῆς ποσότητος τοῦ γάλακτος reduce the baby's ration of milk, Sor.1.116.II metaph., withdraw secretly. filch away, ; ὑπέσπασεν φυγῇ πόδα withdrew his foot secretly, stole away, Id.Ba. 436:—[voice] Med. ὑποσπάσασθαι in X.Eq.7.8 is (prob.) to draw one's skirts from under one, of a horseman after mounting:—[voice] Pass., to be withdrawn, Arist.Somn.Vig. 457b24.2 εἰπεῖν ὑ. refuse to say, Phld.Lib.p.23 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσπάω
-
19 סטרומטין
סִטְרוֹמָטִיןm. pl. (στρώματα) covering for a couch, mattresses. Koh. R. to III, 9 (not סטרמוסין). -
20 סִטְרוֹמָטִין
סִטְרוֹמָטִיןm. pl. (στρώματα) covering for a couch, mattresses. Koh. R. to III, 9 (not סטרמוסין).
См. также в других словарях:
στρώματα — στρώ̱ματα , στρῶμα anything spread neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek